- μαστιχόωντι
- μαστιχάωgnash the teethpres part act masc/neut dat sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαστιχώ — μαστιχῶ, άω (Α) 1. τρίζω, κριτσανίζω τα δόντια 2. μέσ. μαστιχῶμαι, άομαι ως γλώσσα τού Ησύχ. στο μασταρίζειν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστ ιχ ῶ, άλλος τ. τού ρ. μαστάζω < μάσταξ «στόμα, σαγόνι». Τόσο το μαστ αρύζω* όσο και το μαστ ιχ ώ αποτελούν… … Dictionary of Greek